Ποινή κάθειρξης 14 ετών επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στην σύντροφο του 64χρονου Γιάννη Βαντίκα, το πτώμα του οποίου εντοπίστηκε – τον Φεβρουάριο του 2019 – σε προχωρημένη σήψη τυλιγμένο σε σεντόνι μέσα στο διαμέρισμα τους στο Χαλάνδρι.
Η 57χρονη κατηγορουμένη , υπήκοος Γερμανίας , κηρύχθηκε, όπως ζήτησε και ο Εισαγγελέας έδρας, ένοχη κατά πλειοψηφία για την ανθρωποκτονία, με τους δικαστές να της αναγνωρίζουν το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.
Σύμφωνα με την κατηγορουμένη δεν προκάλεσε αυτή τον θάνατο του συντρόφου της, ο οποίος το επίμαχο βράδυ, όπως είπε η 57χρονη, είχε γυρίσει στο διαμέρισμα τους “εκνευρισμένος και πιωμένος”. Κλαίγοντας η 57χρονη είπε στο δικαστήριο πως “δεν είμαι δολοφόνος” εξηγώντας όσα έγιναν μεταξύ τους και αποδίδοντας σε ισχυρό σοκ και πλήρη σύγχυση την αιτία που παρέμεινε για ημέρες δίπλα στον νεκρό σύντροφο της. Ανέφερε επίσης πως επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ είχε φύγει για την χώρα της, αφήνοντας τυλιγμένο σε σεντόνια το πτώμα του 64χρονου, για να δικαστεί και “να ξεκαθαρίσω τα πράγματα”.
Απολογούμενη η 57χρονη είπε πως είδε τον σύντροφο της να βάζει σε ένα ποτήρι με αναψυκτικό κάτι που της φάνηκε “κομματάκια και σκόνη” το οποίο άρχισε να το πίνει. Στην συνέχεια, σύμφωνα με την γυναίκα, ο 64χρονος έγινε βίαιος και επιθετικός κάποια στιγμή έπεσε κάτω και έχασε την αίσθηση του χρόνου και πως όταν συνήλθε ήταν πανικοβλημένη και “από ένστικτο έβαλα αυτό το ποτήρι εκεί. Εγώ νόμιζα ότι ήταν κάτι για να τον ηρεμήσει. Προσπάθησα να του μιλήσω δεν μου έδινε όμως σημασία”. Σύμφωνα με την 57χρονη , ο σύντροφος της πήγε μόνος του στο μπάνιο ωστόσο τον άκουγε να ανασαίνει βαριά και με δύσπνοια. Ο άνδρας δεν την άφησε να ειδοποιήσει γιατρό αν και όταν επιχείρησε να σηκωθεί από το κρεβάτι έπεσε στα γόνατα λέγοντας πως δεν νιώθει καλά και στη συνέχεια χτύπησε το κεφάλι του. Η κατηγορουμένη ανέφερε, πως ένιωθε ακινητοποιημένη και πλήρως ανίσχυρη να πάρει πρωτοβουλία για να βοηθήσει τον 64χρονο, ότι έφυγε από το σπίτι σε κατάσταση σύγχυσης και ότι αφού περιπλανήθηκε και διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο στο κέντρο γύρισε την επομένη όπου βρήκε ζωντανό αλλά με πληγές στο πρόσωπο και πλήρως εξουθενωμένο τον 64χρονο.
– Πρόεδρος: Γιατί δεν φωνάξατε βοήθεια;
– Κατηγορούμενη: Κατάλαβα ότι η καρδιά του δεν είναι καλά. Κατάλαβα ότι έπρεπε να είμαι δίπλα του. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Είναι σαν να βλέπεις ένα τροχαίο και δεν ξέρεις τι να κάνεις… Έμεινα δίπλα του και του μιλούσα. ‘Ακουγε και δεν απαντούσε. Ένιωθε ότι ήμουν δίπλα του και δεν ήταν ήρεμος.
– Πρόεδρος: Πως πέθανε;
– Κατηγορούμενη: Κράταγα το χέρι του και είχα κεφάλι μου στο στήθος, του μιλούσα, την νύχτα 18 προς 19 Δεκεμβρίου.
– Πρόεδρος: Πώς καταλάβατε ότι πέθανε;
– Κατηγορούμενη: Δεν το κατάλαβα, μέχρι σήμερα δεν το έχω καταλάβει… Ξύπνησα το πρωί και είδα στο πρόσωπο του τα μάτια του κλειστά, χείλια κλειστά και είχε ήρεμο ύφος και τα χέρια του αφημένα… Δεν έχω δει ποτέ ξανά πεθαμένο, για μένα ήταν απλώς ήρεμος, τον αγαπούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω.
Η κατηγορούμενη είπε πως για ημέρες έμεινε στο διαμέρισμα, έφτιαχνε καφέ, έβαζε δυο κούπες και καθόταν δίπλα στο άψυχο σώμα του συντρόφου της μέχρι που “άρχισε να χάνεται το πρόσωπο, τον τύλιξα με σακούλα. Τις πρώτες εβδομάδες άκουγα τη φωνή του που έλεγε «μην φοβάσαι, είμαι καλά.”
Πηγή: ΑΠΕ