Οι ανατιμήσεις κυρίως στην ενέργεια που ξεκίνησαν από τα μέσα του 2021 και αυξήθηκαν εκθετικά το 2022 λόγω και των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων διαχύθηκαν σε όλο σχεδόν το εύρος της οικονομίας προκαλώντας ιδιαίτερα υψηλό πληθωρισμό, επισημαίνει έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, ώστε να περιορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις των ανατιμήσεων για τα εισοδήματα των νοικοκυριών, φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετά. Όπως προκύπτει από την έρευνα η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον σημειώνουν αρνητικό πρόσημο, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,9%) εκτιμούν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί το 2023, κάτι που είχε να παρατηρηθεί από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 2018.
Εκτός από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, δύο είναι οι βασικές αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με βάση τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Η πρώτη εντοπίζεται στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, το 30,1% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2022, έναντι 11% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 58,9% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Στον αντίποδα, το 22,7% των νοικοκυριών με εισόδημα άνω των 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 16,7% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 60,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό.
Δεδομένου ότι η εν λόγω επίπτωση παρατηρήθηκε και στις αντίστοιχες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημικής έξαρσης, η συνέχιση της τάσης αυτής αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις διαρθρωτικού προβλήματος. Μάλιστα, φαίνεται πως πλέον επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά (57,3%) δήλωσαν πως χρειάζεται να κάνουν περικοπές για να καλύψουν τα αναγκαία, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση τόσο με την έρευνα του 2021 (42,3%), όσο και με τις έρευνες του 2020 (47,9%) και του 2019 (48,7%). Επιπλέον, σταθερά υψηλό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (11,9%).
Η δεύτερη σημαντική επίπτωση σχετίζεται με την επιδείνωση που παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας αναφορικά με τη μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα,πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (52,4%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για 18 ημέρες (μεσοσταθμικά) και συνδέεται με τις αυξήσεις των τιμών τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και των ειδών διατροφής οι οποίες αποτελούν για σχεδόν 6 στα 10 νοικοκυριά τις κατηγορίες που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους.
Τέλος, πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, ενώ ως καταλληλότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 51,1% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων και το 28,6% η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα.