ΣΥΡΙΖΑ: Σε τριπλό ταμπλό κόντρα στην κυβέρνηση

Σε εντατικούς ρυθμούς επιστρέφει η Κουμουνδούρου αναδεικνύοντας τρία μείζονα ζητήματα ως τα κρίσιμα στην αντιπολιτευτική της κριτική απέναντι στην κυβέρνηση: Την αλλοπρόσαλλη διαχείριση της πανδημίας, την αμήχανη της στάση στα ελληνοτουρκικά και την βύθιση της οικονομίας.

Η πρώτη μάλιστα μεγάλη σύσκεψη υπό τον Αλέξη Τσίπρα μετά τον δεκαπενταύγουστο αναμένεται να πραγματοποιηθεί αύριο το πρωί με κοινή συνεδρίαση του «πρωινού καφέ» και του Προεδρείου της κοινοβουλευτικής ομάδας που αναμένεται να καταλήξει και ως προς την στάση του κόμματος στις ψηφοφορίες για τις Συμφωνίες της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο για τις ΑΟΖ. Κατά τις πληροφορίες η αξιωματική αντιπολίτευση προσανατολίζεται στο «παρών» ή στο «όχι» για την Συμφωνία με την Αίγυπτο.

Εκ παραλλήλου ωστόσο διεξάγεται ένας άτυπος προσυνεδριακός διάλογος μεταξύ των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με αιχμή την διεύρυνση και τον μετασχηματισμό του κόμματος θέμα για το οποίο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία έχει δηλώσει άλλωστε αποφασισμένος να φθάσει μέχρι τέλους ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις του προοδευτικού και δημοκρατικού κομματιού της κοινωνίας.

Η τελευταία παρέμβαση ήρθε από τον τομεάρχη Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Νίκο Παππά ο οποίος με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών εκπέμπει ενωτικά μηνύματα επισημαίνοντας ότι «κανείς δεν περισσεύει» με την επισήμανση πως στους καιρούς των μεγάλων κρίσεων, η κοινωνία πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τα προβλήματα των κομμάτων. Και σίγουρα, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα προβλήματα επιμέρους τάσεων εντός των κομμάτων. Όσο παλιές, διαρκείς και αναλλοίωτες στο χρόνο και αν είναι αυτές.

Ως εκ τούτου ο Ν. Παππάς τονίζει πως «σε αυτές τις συνθήκες η αίσθηση της αυτάρκειας, η αυταρέσκεια μίας και μόνης από τις ιστορικές διαδρομές της Αριστεράς είναι αναντίστοιχη με τα ζητούμενα του προοδευτικού κόσμου και της κοινωνίας» ζητώντας να προχωρήσει με μεγαλύτερη ένταση η οργανωτική ανασυγκρότηση και η διεύρυνση με μία αυτονόητη επιμονή στην συσπείρωση των δυνάμεων από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι το προοδευτικό κέντρο. Γι’ αυτό άλλωστε επισημαίνει ότι «αν κάποιος νομίζει ότι κάποια παράδοση της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου περισσεύει κάνει λάθος, κι αν νομμίζει ότι κάποια παράδοση της Αριστεράς μπορεί από μόνη της, κάνει επίσης τεράστιο ιστορικό λάθος».

Η παρέμβαση του τομεάρχη Οικονομίας έρχεται και ως απάντηση σε συνεντεύξεις και αρθρογραφία της τελευταίας περιόδου με ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πρωτίστως από την πλευρά των «53» να θέτουν ερωτηματικά για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διεύρυνση ανακινώντας και ζητήματα δημοκρατικών διαδικασιών. Μάλιστα τις τελευταίες ημέρες στην ιστοσελίδα της πρωτοβουλίας “commonality” φιλοξενήθηκαν απόψεις με αιχμές και προς την πλειοψηφία του κόμματος και προς την ηγεσία που είχαν όπως φάνηκε από τα ίδια τα γραφόμενά τους ως στόχο την υπεράσπιση της οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο όπως επίσης και της λογικής πως η συγκέντρωση 37 δις στο «μαξιλάρι» ασφαλείας ήταν επιβεβλημένη από τις δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας και δεν μπορούσε να είναι μικρότερη πχ 30 δις όπως ζητούσαν στελέχη της πλειοψηφίας για να διανεμηθούν κάποια δις για την ενίσχυση των ασθενέστερων και της μεσαίας τάξης μετά τον Αύγουστο του 2018.

Το άρθρο Παππά αγγίζει και αυτό το κόμματι αφού αφήνοντας διακριτικές αιχμές επισημαίνει ότι η σημερινή οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να έχει «σαφείς αποστάσεις από ένα πρόγραμμα που δεν υιοθετήσαμε, παρότι αναγκαστήκαμε να εφαρμόσουμε» υπονοώντας ότι το μήνυμα που πρέπει να εκπέμψει από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πως όταν θα επιστρέψει στην εξουσία δεν θα εφαρμόσει πχ την ίδια φορολογική πολιτική. Εξ αυτού του λόγου τονίζει ότι η πολιτική για την οικονομία δεν θα καθιστά την προοδευτική παράταξη όμοια με την Δεξιά, θα δίνει λύσεις ώστε οι τράπεζες να παίξουν επιτέλους τον ρόλο τους «με ειδικές μέριμνες για την ενίσχυση των επιχειρήσεων και την προστασία της πρώτης κατοικίας» και με εναλλακτική φορολογική πολιτική «αλίμονο αν οι πολίτες πειστούν ότι μία πολιτική αλλαγή θα οδηγήσει σε φορολογικό μείγμα το οποίο θα ακουμπά στην ίδια φιλοσοφία που είχαν μέρη του προγράμματος που αναγκαστήκαμε να εφαρμόσουμε την περίοδο 2015-2019».