Χορός του Ζαλόγγου: Αλήθεια ή εθνικός μύθος;

Ο Δεκέμβρης του 1803 ήταν ο μήνας που σημάδεψε το Σούλι. Η χρονιά που το Σούλι ερήμωσε. Πολλοί το εγκατέλειψαν με τη θέλησή τους, άλλοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και άλλοι συνειδητά έμειναν, αντιστάθηκαν και πέθαναν για τα ιδανικά και την πατρίδα τους.

Ένα χρόνο πριν, το 1802, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επανέλαβε τις προσπάθειές του να καταβάλει τους Σουλιώτες. Ήδη στις αρχές του 1803 η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει δύσκολη, καθώς άρχισαν να λείπουν οι τροφές και τα πολεμοφόδια.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1803, εξουθενωμένοι από την πείνα και τις κακουχίες, μερικοί Σουλιώτες διεξήγαγαν έφοδο με σπαθιά στα χέρια και κατάφεραν να σωθούν. Ωστόσο, οι υπόλοιποι παρέδωσαν τις θέσεις τους υπό τον όρο να φύγουν ένοπλοι όπου εκείνοι επιθυμούσαν. Αλλά ο καλόγερος Σαμουήλ, μαζί με άλλους πέντε άνδρες, όταν ήρθε η ώρα να παραδώσουν την αποθήκη με τις υπόλοιπες προμήθειες, ανατίναξε τις πυριτιδαποθήκες μαζί με πολλούς άνδρες του Αλή πασά. Ο Αλή Πασάς θεώρησε την ανατίναξη του Κουγκίου ως καταπάτηση των όρων της συνθήκης, οπότε επιτέθηκε εναντίον των Σουλιωτών που κατευθύνονταν στην Πάργα και στο Ζάλογγο.

Οι Σουλιώτες κατευθυνόμενοι στην Πάργα κατόρθωσαν ύστερα από σκληρές μάχες να φθάσουν στον προορισμό τους. Εκατό οικογένειες όμως που κατευθύνονταν στο Ζάλογγο, πολιορκήθηκαν από τους Τουρκαλβανούς και μόνο ένα τμήμα Σουλιωτών υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατάφερε να διασωθεί.

100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο βρέθηκαν πολιορκημένες. Το ημερολόγιο δείχνει 18 Δεκεμβρίου.

Τότε κάποιες γυναίκες και άνδρες αυτοκτόνησαν πηδώντας, μαζί με τα παιδιά τους, από το ψηλότερο σημείο του βουνού σε ένα βάραθρο.

Ο ερευνητής του δημοτικού τραγουδιού, Αλέξης Πολίτης, απορρίπτει το θρύλο για το τραγούδι και το χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο και, εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπιστώνει πως το περιστατικό έχει μεν ιστορικό πυρήνα, διανθίστηκε όμως δε από τους μεταγενέστερους από φήμες που είχαν ακούσει.

Στη ρίζα του βράχου του Ζαλόγγου, είχαν καταφύγει 300 Σουλιώτες κατά των οποίων επιτέθηκε δύναμη 2.000 διωκτών τους και τους περικύκλωσε. Οι Σουλιώτες όρμησαν προς την κορυφή του βράχου για να περάσουν στην άλλη πλευρά και να γλιτώσουν. Την κορυφή όμως είχαν καταλάβει ήδη οι εχθροί τους με αποτέλεσμα οι Σουλιώτες να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά. Τότε οι τελευταίοι πέταξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό και πολέμησαν, άντρες και γυναίκες, με τα σπαθιά τους εναντίον των Αλβανών.

Το Μνημείο Ζαλόγγου σχεδιάστηκε από τον γλύπτη Γιώργο Ζογγολόπουλο

Μέσα στη μάχη, άλλοι γκρεμοτσακίστηκαν και άλλοι πήδησαν για να γλυτώσουν ή έστω να σκοτωθούν. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν αλλά μερικοί έπεσαν σε θάμνους και γλύτωσαν. Οι άνδρες του Αλή Πασά καταδίωξαν τους διασωθέντες οι οποίοι έπνιξαν τα παιδιά που φώναζαν, προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί.

Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές 56 γυναίκες και λίγοι άντρες ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή του Ζαλόγγου, το Στεφάνι, και έπεσαν.

Κατά τον Αλέξη Πολίτη επίσης, το δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο περιστατικό, δεν είναι βέβαιης γνησιότητας και η πρωιμότερη καταγραφή του είναι από το 1908

Ο Διονύσιος Σολωμός, στην «Ωδή στον Βύρωνα», υμνεί τις περήφανες ηρωίδες Σουλιώτισσες και την αυτοθυσία τους με τα παρακάτω λόγια:

«Τες εμάζωξεν στο μέρος
του Ζαλόγγου το ακρινό
της ελευθερίας ο έρως
και τις έμπνευσε χορό…»

Τι αναφέρει όμως ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Χάρης Αθανασιάδης στο «Τα αποσυρθέντα βιβλία – Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008»;

«Είναι μία εικόνα που έχει αποτυπωθεί στις σχολικές εορτές. Υπήρξε ένα γεγονός σύγκρουσης στο σημείο, υπήρξε μία ομάδα ανθρώπων που έπεσε από τα βράχια για να γλυτώσει την αιχμαλωσία αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχαμε μία εικόνα γυναικών να τραγουδούν «Στη στεριά δε ζει το ψάρι…» και μετά από κάθε κύκλο κάθε μία να πέφτει στον γκρεμό. Πρόκειται για μία μυθοποιημένη εικόνα, την οποία πλέον ως Έθνος δεν την έχουμε ανάγκη, ωστόσο είναι εξαιρετική ως παράδειγμα για να λειτουργεί ως ύμνος στην ελευθερία και το ανυπότακτο πνεύμα. Οι Σουλιώτες δεν μιλούσαν ελληνικά, ενώ το τραγούδι έχει εντοπιστεί πως γράφτηκε μεταγενέστερα».