Mιλάμε για την Γυναικεία Κακοποίηση και την Ενδοοικογειακή Βία;

Πριν λίγες μέρες είχα τη χαρά και την τιμή να συμμετέχω σε μια συζήτηση που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στο Ηράκλειο της Κρήτης, για τη γυναικεία κακοποίηση, την ενδοοικογενειακή βία και τις γυναικοκτονίες. Η προσέλευση του κόσμου, το ενδιαφέρον του επιβεβαίωσαν αυτό που ξέραμε ήδη: η κοινωνία μας -το μεγαλύτερο τουλάχιστο ποσοστό της- είναι βαθιά προβληματισμένη με τα ζητήματα αυτά, βλέπει τις αιτίες τους και έχει να προτείνει και λύσεις. Δυστυχώς λείπει η πολιτική βούληση, η κρατική πρόνοια, η πρόθεση της κυβέρνησης να κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση.

Λέμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός πάει χέρι – χέρι με την πατριαρχία. Τι σημαίνει αυτό σε πολιτικές μας το έδωσε να το καταλάβουμε όλες και όλοι στην πράξη η κυβέρνηση της ΝΔ. Ανεργία, εργασιακή επισφάλεια, ελαστικές σχέσεις κτλ από τη μια και αναποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας από την άλλη όξυναν οριζόντια και κάθετα τις έμφυλες ανισότητες με αποκορύφωμα αυτών την αύξηση των περιστατικών έμφυλης βίας. Η κατάργηση του ΣΕΠΕ τις άφησε εκτεθειμένες σε κάθε είδους παρενόχληση και παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Τα ωράρια – λάστιχο, επίσης, ιδίως για όσες έχουν παιδιά και/ή ανελαστικές υποχρεώσεις. Ο παροπλισμός της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, ο περιορισμός των δράσεων της μαζί με τη μετονομασία της σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (λες και τα έμφυλα ζητήματα μπορούν να ιδωθούν μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας ή ως παρακολούθημα αυτής), ο νέος νόμος για το Οικογενειακό Δίκαιο που δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα δήθεν ήρθε να λύσει. Για να μην πούμε για την αποκλειστικά επικοινωνιακή διαχείριση πρωτοβουλιών όπως το #metoo, ενώ οι κυβερνητικές πολιτικές κινούνταν ουσιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Είναι λοιπόν σαφές ότι στα πεδία της ισότητας, της προστασίας από τις έμφυλες διακρίσεις και στο ζήτημα της ενίσχυσης των γυναικείων δικαιωμάτων ώστε οι γυναίκες να μη γίνονται έρμαια του συζύγου, του συντρόφου, του πατέρα, του εργοδότη κτλ, πάμε προς τα πίσω με άλματα. Η ΝΔ όχι μόνο δεν έχει προσπαθήσει να άρει τις έμφυλες ανισότητες αλλά και τις επιδεινώνει μέσω των πολιτικών της. Για να καταλάβουμε τη φιλοσοφία της κυβέρνησης φτάνει να θυμηθούμε τη δήλωση της υφυπουργού Εργασίας κας Συρεγγέλα που είχε πει αρχές Αυγούστου για τις γυναικοκτονίες ότι «ε, δε γίναμε και Βενεζουέλα», ενώ το μόνο που την απασχόλησε ήταν να μας πείσει ότι «δεν υπάρχει έξαρση στις δολοφονίες με έμφυλη διάσταση», αλλά στις καταγγελίες. Ακόμη και ο όρος «γυναικοκτονία», ερήμην της κυβέρνησης επικράτησε. Και ενώ ακόμη συζητείται κατά πόσο είναι απόλυτα ορθός ως όρος, έχει μεγάλη σημασία κατά τη γνώμη μου το γεγονός ότι με αυτόν δόθηκε επιτέλους ορατότητα στα θύματα της έμφυλης βίας και σταμάτησε -σε ένα βαθμό τουλάχιστον- η επίφαση «ρομαντισμού» που βλέπαμε στον τύπο μέχρι πρόσφατα για ειδεχθή εγκλήματα που διαπράττονται από χειριστικές και ναρκισσιστικές προσωπικότητες και χαρακτηρίζονταν από τα ΜΜΕ ως δήθεν «εγκλήματα πάθους».

Ραλλία Χρηστίδου: «Στα πεδία της ισότητας, της προστασίας από τις έμφυλες διακρίσεις και στο ζήτημα της ενίσχυσης των γυναικείων δικαιωμάτων ώστε οι γυναίκες να μη γίνονται έρμαια του συζύγου, του συντρόφου, του πατέρα, του εργοδότη κτλ, πάμε προς τα πίσω με άλματα»

Η αλήθεια βέβαια είναι, ότι το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, στη διάρκεια των αλλεπάλληλων λοκ ντάουν είχε έξαρση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και πανευρωπαϊκά λόγω της απομόνωσης των γυναικών με τους κακοποιητές τους στον ίδιο περιορισμένο χώρο, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, κτλ. Αμέσως μετά υπήρξαν μελέτες που κατέδειξαν ότι αυξήθηκαν οι γυναικοκτονίες. Σε κάθε περίπτωση, οι πεπερασμένες δυνατότητες που έχουν αποδοθεί στους κρατικούς μηχανισμούς -που υπολειτούργησαν ούτως ή άλλως στις καραντίνες- παρουσιάζουν και τώρα σημαντικές αδυναμίες, αφενός γιατί είναι λίγες και αφετέρου επειδή δεν είναι σε θέση να παράσχουν ένα μέλλον, μια προοπτική στη γυναίκα-θύμα μακριά από το κακοποιητκό περιβάλλον, αν η ίδια δεν είναι ανεξάρτητη οικονομικά, καταρτισμένη, ικανή να βρει εργασία αμέσως κτλ., ιδιαίτερα δε αν έχει παιδιά. Οι δομές δηλαδή προσφέρουν ένα πρώτο καταφύγιο αλλά μετά, αν η γυναίκα δεν έχει υποστηρικτικό πλαίσιο δε θα μπορέσει εύκολα να κάνει νέα αρχή μέσω αυτών (το ίδιο -και περισσότερο- ισχύει και για τις γυναίκες θύματα εμπορίας). Μαζί με τις δομές είναι προφανώς ανάγκη να επιτελέσουν το έργο για το οποίο δημιουργήθηκαν και τα τμήματα ενδοοικογενειακής βίας στην ΕΛΑΣ, τα οποία συστήθηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ και παροπλίστηκαν από τους νυν κυβερνώντες -που είχαν άλλες προτεραιότητες- και που επιδίωξαν να παραμερίζονται τα συγκεκριμένα θέματα στο δημόσιο διάλογο, παρά τις 10 γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς.

Έχει σημασία ότι προ ημερών εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία νομοθετική πρωτοβουλία με την οποία καλείται η Κομισιόν να υιοθετήσει στοχευμένη νομοθεσία και πολιτικές αντιμετώπισης των μορφών βίας και διακρίσεων λόγω φύλου, κατά των γυναικών και των κοριτσιών αλλά και κατά των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ+, ενώ ζητείται η βία λόγω φύλου να εισαχθεί ως ξεχωριστός τομέας εγκληματικότητας, βάσει του άρθρου 83 (1) της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ. Θα έχει ακόμη μεγαλύτερη όμως σημασία, αν ο κόσμος, η κοινωνία που συχνά προηγείται της εκάστοτε εξουσίας -και σίγουρα προηγείται της συγκεκριμένης εξουσίας- πιέσει ακόμη περισσότερο μέσω οργανώσεων, συλλογικοτήτων και δράσεων να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί η συζήτηση για τα αίτια της έμφυλης βίας με αιτήματα για την προστασία γυναικών και κοριτσιών. Τα δικαιώματα των πολλών -μαζί και τα έμφυλα δικαιώματα- δεν είναι στον αξιακό πυρήνα της δεξιάς ούτε στις προτεραιότητες αυτής της κυβέρνησης -τουναντίον. Ως εκ τούτου, η ατζέντα της κυβέρνησης θα αλλάξει ως προς τα θέματα αυτά μόνο μετά από πίεση. Τα -κατακτημένα με αγώνες- δικαιώματα, η μόρφωση, η οικονομική χειραφέτηση αλλά και ένα πλήρες υποστηρικτικό νομικό πλαίσιο (στην εργασία ΚΑΙ στην οικογένεια) είναι τα εφόδια που χρειάζεται κάθε γυναίκα για να σταθεί στα πόδια της και η αξία του κράτους προνοίας με τις δομές, τα σχολεία και τα επιδόματα σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι τεράστια. Ας ανοίξουμε, λοιπόν, πιο εμφατικά, τη συζήτηση.