Ο Αλέξης Γεωργούλης, δεν περιμένατε από εμένα να σας πω ότι είναι πολυτάλαντος, αγαπητός και πολυσχιδής. Αυτό που έχω να σας πω είναι ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο γεμάτο ευαισθησία.
Εμένα, ο Άλέξης μού ξύπνησε ένα ένστικτο, που το είχα, αλλά με τη συμπεριφορά του το ανέδειξε, το ένστικτο της συγγραφής. Τραγούδια έγραφα από πολύ μικρός αλλά κείμενα και διαλόγους όχι.
Συνέντευξη στον Δημήτρη Καρρά (https://www.instagram.com/studiopazl/)
Με τι μουσικά ακούσματα μεγάλωσες; Και τι σου αρέσει να ακούς τώρα;
Τα πρώτα μου ταξίδια με τη μουσική τα έκανα με τη Hard Rock. Απλώς να αναφέρω μερικά από τα συγκροτήματα όπως οι Led Zeppelin, οι Deep Purple, οι Uriah Heep, οι Cream και όπως μπορείς εύκολα να καταλάβεις όσο πιο παλιά έχει δράσει το συγκρότημα με συναυλίες και ηχογραφήσεις στο στούντιο, τόσο πιο πολύ μου αρέσουν. Το έβλεπα και σαν ιστορική διαδρομή το θέμα με το τι μουσική να επιλέγω να ακούω. Έχοντας, λοιπόν, τέτοια ενδιαφέροντα έψαξα τη μουσική στον χώρο της Blues και αρκετά αργότερα στη Jazz. Πράγμα που άνοιγε πολύ τους μουσικούς μου αισθητήρες και με βοήθησε να καταλαβαίνω καλύτερα τις συνθέσεις. Τα τραγούδια με ελληνικό στίχο ήταν πάντα στις αγαπημένες μου λίστες. Ξεκινώντας από τη μικρή σε έκταση ελληνική Ροκ σκηνή φτάνοντας μέχρι τους ρεμπέτες της παλιάς εποχής. Τώρα είμαι με ενδιαφέρον ανοιχτός σε όλα τα είδη. Από τα ισπανικά φλαμέγκο και τα φολ κλορ ανά τον κόσμο μέχρι και την τραπ. Όπως και τις “μίξεις” αυτών. Για παράδειγμα, τη δουλειά που έχουν κάνει οι VIC (Villagers of Ioannia City). Έχω συνειδητοποιήσει ότι η μουσική είναι μια συμπαντική γλώσσα στη βάση της συναισθηματική και θα ήθελα να μην αφήσω κανένα είδος χωρίς να το έχω ακούσει μέχρι να πεθάνω.
Θέλω να μου πεις μια συναυλία που σου έχει μείνει αξέχαστη και γιατί.
Πήγαινα σχολείο ακόμα, νομίζω γυμνάσιο. Ήταν την εποχή που έχει ανοίξει ως πολυχώρος ο μύλος του Παππά στη Λάρισα. Ένα Σάββατο φιλοξενούσε τους “Blues Wire 031”. Αργότερα κράτησαν το “Blues Wire” – χωρίς τον αριθμό, δηλαδή- που ουσιαστικά σήμαινε τον κωδικό τηλεφώνου της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονικείς γαρ) αλλά από τη στιγμή που τα νούμερα άλλαξαν, το 031 δεν σήμαινε κάτι. Με την παρέα μου, λοιπόν, αποφασίσαμε να πάμε να τους ακούσουμε. Δεν τους ξέραμε, απλώς είχαμε ακούσει το όνομά τους και ότι ήταν αξιόλογο συγκρότημα. Από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη νότα είχα εντυπωσιαστεί με το πόσο ωραίο ήχο είχανε, πόσο συναρπαστικά και εναρμονισμένα παίζανε και τι ωραία που ταίριαζε η blues στο διατηρητέο κτίριο της Λάρισας. Δεν πήρα τα αυτιά μου δευτερόλεπτα από πάνω τους… παρακολουθούσα και τους δύο κιθαρίστες -τον Ηλία Ζάικο και τον Νίκο Δουνούση- πόσο φανταστικά παίζανε. Και οι δύο ήταν αυτή η κατηγορία κιθαριστών, που κάνουν να φαίνονται οι κιθάρες των πολλών χιλιάδων ευρώ. Ο ένας με μια τεχνική, που συνδύαζε δακτυλισμό και πένα και ο άλλος με απίστευτη ταχύτητα να ανεβοκατεβαίνει στο μπράτσο της κιθάρας… είχαν κερδίσει στο 100% όλο το κοινό τους.
Προς το τέλος σχεδόν το κέφι και η έντασή τους είχαν φτάσει στα κόκκινα. Να σπάνε οι χορδές και να συνεχίζουν. Με 5 με 4 χορδές και να μη σταματάνε να τις αλλάξουν. Χόρευε ένα κατάμεστο μαγαζί στους blues ρυθμούς τους. Ήταν μία απίστευτη πτήση με αεροπλάνο τη μουσική. Απίστευτο ταξίδι.
Το σημαντικότερο, όμως, που αυτή η συναυλία μου έμεινε αξέχαστη είναι που με έκαναν, που μου έδωσαν την έμπνευση και τη δύναμη να ξαναπιάσω την κιθάρα. Είχα πάνω από ένα χρόνο να την ακουμπήσω. Από τότε που είχα φύγει πλήρως απογοητευμένος από τον καθηγητή μου στο ωδείο που πήγαινα. Μόλις γύρισα σπίτι εκείνο το βράδυ πήγα κατευθείαν στο πατάρι, έβγαλα την κιθάρα από τη σκονισμένη θήκη, την κούρδισα και άρχισα, όσο πιο σιγανά με άφηνε ο ενθουσιασμός, να παίζω. Από τότε η κιθάρα μου είναι η πιο καλή μου φίλη. Κάνουμε παρέα σχεδόν όλα τα βράδια πριν κοιμηθώ, κυρίως τα μοναχικά.
Γιατί λένε ότι είναι χρήσιμο στην τέχνη της υποκριτικής το να έχεις και μουσική αντίληψη;
Είναι χρήσιμο γενικά να έχεις μουσική αντίληψη, η μουσική είναι παντού. Γιατί η μουσική είναι ο ρυθμός, είναι η μελωδία, είναι τα συναισθήματα, είναι αυτή που μπορεί να περιγράψει πιο εύστοχα από όλες τις τέχνες τη ροή της ζωής… και επειδή η υποκριτική είναι μία αντανάκλαση της ζωής έχει μέσα της τη μουσική. Θα έλεγα ότι η υποκριτική είναι μουσική με μία ελεύθερη ευρεία προσέγγιση.
Το να παίζεις κιθάρα και να τραγουδάς είναι για εσένα ψυχοθεραπεία; Τι κομμάτια έχεις στο ρεπερτόριο σου, τι τραγούδια θα παρουσιάσεις, όταν είσαι με την παρέα σου;
Όπως σου είπα και πιο πριν, η κιθάρα μού κάνει παρέα σχεδόν όλα τα βράδια από τότε που αποφάσισα να μάθω όσο μπορώ καλύτερα να εκφράζομαι με τις έξι χορδές της. Ήταν και είναι μία αυθόρμητη ψυχοθεραπεία. Με το τραγούδι είχα για έναν περίεργο λόγο φόβο να εκφραστώ κυρίως μπροστά στον κόσμο. Το ίδιο είχα και με την υποκριτική και ήταν ο βασικότερος λόγος που αποφάσισα να τη σπουδάσω. Έτσι και με το τραγούδι, τώρα, προσπαθώ να ακολουθήσω ένα μονοπάτι, το οποίο ελπίζω να μου λύσει τον φόβο να εκφράζομαι μέσα από αυτό το υπέροχο μέσο. Οπότε ρεπερτόριο μεγάλο δεν έχω. Απλώς κάθε φορά που μου κολλάει ένας στίχος, ένας ρυθμός από κάποιο τραγούδι, μαθαίνω να το παίζω ή τουλάχιστον προσπαθώ.
Μερικές φορές, όμως, κάποιες μελωδίες ή κάποιοι στίχοι που μού κολλάνε στο μυαλό είναι δικοί μου. Οπότε καμιά φορά γράφω κιόλας. Επίσης πολλές φορές με την παρέα μου, μας αρέσει να αυτοσχεδιάζουμε με καινούριους στίχους και μελωδίες. Νομίζω αυτό έχει πολλή πλάκα και ενδιαφέρον όταν πετυχαίνει…
Η υποκριτική είναι μουσική με μία ελεύθερη ευρεία προσέγγιση
Πόσο βάρος ρίχνουν οι ξένες κινηματογραφικές παραγωγές στην μουσική τους επένδυση και πόσο οι ελληνικές;
Αν με τις ξένες κινηματογραφικές παραγωγές εννοείς τις αμερικανικές παραγωγές, θα έλεγα ρίχνουν πολύ την προσοχή τους. Κάτι ανάλογο σε πολύ μικρότερη κλίμακα και οι ελληνικές. Οι Αμερικανοί παραγωγοί επενδύουν πάρα πολύ στον ήχο της ταινίας, έτσι η μουσική δεν περιορίζεται μόνο σε τραγούδια αλλά και πολλά instrumental και είναι πάντα εναρμονισμένα με το sound design της ταινίας. Και οι ελληνικές παραγωγές δίνουν σημασία στη μουσική. Βέβαια, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι ο κινηματογράφος είναι ένα ακριβό άθλημα και στην Ελλάδα είμαστε αρκετά αδύναμοι να στηρίξουμε στο μέγιστο την έμπνευση των καλλιτεχνών. Οπότε θα έλεγα ότι το είδος της κινηματογραφικής μουσικής δεν το έχουμε εξελίξει στο μέγιστο στο ελληνικό πεδίο, όσο άλλες χώρες με κινηματογραφική βιομηχανία.
Λόγω της διεθνούς καριέρας σου σαν ηθοποιός αλλά και λόγω της ιδιότητας σου ως Ευρωβουλευτής έχεις ταξιδέψει πάρα πολύ. Τι γνώμη έχουν οι ξένοι για εμάς, τους Έλληνες, την τελευταία δεκαετία;
Η αλήθεια είναι ότι έχουμε περάσει πολύ δύσκολα και δεν έχει φανεί ο καλύτερός μας εαυτός σε διεθνές επίπεδο. Έχουμε γίνει viral αρκετές φορές όχι για πράγματα που θα μπορούσαμε να είμαστε υπερήφανοι. Αυτό όμως είναι λόγω της οικονομίας της χώρας. Σε μία συζήτηση που είχα με έναν ατζέντη ταινιών στην Αμερική μού έλεγε ότι αυτή η ελληνική κρίση βοηθά πολύ καλλιτεχνικά την Ελλάδα για εξαγωγές πολιτιστικού προϊόντος. Γιατί στα αυτιά των περισσότερων ανθρώπων αυτό που μένει περισσότερο από το Greek economical crisis Grexit κ.α. είναι το Greek. Το #greece ήταν πολύ ψηλά στην καρδιά της κρίσης που βιώσαμε. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι διεγείρουμε την περιέργεια των ξένων να θέλουν να δουν μία ταινία που να απεικονίζεται η ζωή στην Ελλάδα, να θέλουν να ακούσουν τις σύγχρονες μουσικές που παράγουν οι Έλληνες και ούτω καθεξής. Γενικώς είμαστε ένας λαός που μας σώζει ο πολιτισμός μας, η πολιτιστική μας κληρονομιά, ως ένα βαθμό βέβαια. Δεν επενδύουμε στον πολιτισμό μας όσο, πιστεύω, ότι του αξίζει και αυτό είναι ένας λόγος που έχω ασχοληθεί με τα κοινά σε αυτόν τον βαθμό.
Αλέξη, σε ευχαριστώ πολύ. Τέλος, θα ήθελα να μου πεις αν υπάρχει κάποιο όνειρο που κυνηγάς ακόμη…
Εννοείται ότι υπάρχουν όνειρα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, θα συνεχίζω να κάνω! Όσα κι αν γίνουν πραγματικότητα από αυτά, θα γεννιούνται καινούργια ξανά και ξανά. Απλώς θα αναφέρω ένα, μιας και μιλάμε για μουσική… Θα ήθελα να καταφέρω κάποια στιγμή να νιώσω αυτή την ενέργεια που σου δίνει η τέχνη με τη μουσική όπως με την υποκριτική. Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις με λόγια αλλά όσοι έχουν ασχοληθεί, όπως κι εσύ, με τις παραστατικές τέχνες καταλαβαίνουν τι εννοώ. Είναι ασύλληπτη συμπατική και γνήσια!
Θα κρατηθώ / Φώτης Ανδρικόπουλος & Αλέξης Γεωργούλης